ἀρχαικόν

ἀρχαικόν
ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός
old-fashioned
masc acc sg
ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός
old-fashioned
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Στάης, Βαλέριος — Αρχαιολόγος (Κύθηρα 1857 Αθήνα 1923). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Λίγο αργότερα αφοσιώθηκε με ζήλο στην αρχαιολογία και σπούδασε μάλιστα αρχαιολογία σε διάφορα γερμανικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”